Ο Πατριωτισμός, η μόνη πολιτική διέξοδος
2014-12-16 19:13
Σε συνθήκες οικονομικής δυσχέρειας, ιδεολογικής κρίσης και πολιτικής αστάθειας η χώρα, κατά τα φαινόμενα, κατέρχεται σε εκλογές, καθώς διαφαίνεται ότι η ψήφιση για Πρόεδρο της Δημοκρατίας δεν θα έχει ευοίωνη κατάληξη. Το αποτέλεσμα των εκλογών μοιάζει αναπόφευκτο, ενώ οι ζυμώσεις μετά από αυτές επίσης θεωρούνται αναμενόμενες. Μέσα σ’ όλα αυτά, ξεχωρίζει μια πρωτοφανή αντιπατριωτική συμμαχία. Κόμματα φιλελεύθερα και νεοφιλελεύθερα, κεντροαριστερά και αριστερά προεκλογικά αλληλοσπαράσσονται και αλληλοτρώγονται, μετεκλογικά όμως φαίνεται ότι θα διαμορφώσουν ένα κοινό μέτωπο απέναντι στα πατριωτικά και εθνικά πολιτικά κόμματα. Για πρώτη φορά στη Μεταπολίτευση, ο αριστερός διεθνισμός και ο παγκοσμιοποιημένος νεοφιλελευθερισμός θα συμπλεύσουν τόσο άμεσα και ανερυθρίαστα. Η συρρίκνωση του πατριωτικού χώρου και η εναλλαγή στην εξουσία μεταξύ των δύο αυτών – όμορων πλέον – πολιτικών μεγεθών αποτελούν βραχυπρόθεσμο στόχο. Είναι, λοιπόν επιτακτική ανάγκη ο πολιτικός και ιδεολογικός επαναπροσδιορισμός του πατριωτικού χώρου.
Η αμφισβήτηση της Ευρωπαϊκής προοπτικής της χώρας, το πρόβλημα της μετανάστευσης, η απαξίωση εκ μέρους εκπροσώπων του πάλαι ποτέ δικομματισμού πολλών από τους παραδοσιακούς θεσμούς του έθνους, οδήγησαν στον πρωτοφανή κατακερματισμό – πολιτικό και ιδεολογικό – των πατριωτικών δυνάμεων. Η κεντροδεξιά παράταξη οδηγήθηκε πρώτα σε διάσπαση, ύστερα σε ιδεολογική μετάλλαξη ώσπου να καταστεί νεοφιλελεύθερη και να αποδιώξει, σχεδόν οριστικά, κάθε πατριωτικό «σταγονίδιο» που διέθετε. Στις προηγούμενες Ευρωεκλογές πατριωτικά και εθνικά κόμματα ή συνιστώσες κατάφεραν να αλιεύσουν πολλές χιλιάδες ψήφους, δείχνοντας ότι τα κάστρα δεν έχουν ακόμα πέσει στην Ελληνική κοινωνία και ότι το πατριωτικό κίνημα ακόμα φυλάττει Θερμοπύλες. Όμως, ο κατακερματισμός και η διάσπασή του δεν δημιούργησε ως τώρα τις προϋποθέσεις για σοβαρή και σημαντική σε δύναμη κοινοβουλευτική εκπροσώπηση. Ο ακραίος λόγος της Χ.Α., με τα πολλά προβλήματα και τη σύγχυση που δημιούργησε, δυστυχώς περιθωριοποίησε ένα σημαντικό κομμάτι της Ελληνικής κοινωνίας, λειτούργησε δε, εν πολλοίς, ως πολιορκητικός Κριός σε ό, τι σοβαρό έχει να επιδείξει ο πατριωτικός χώρος. Το ίδιο δε κόμμα της Χ.Α. ευρίσκεται υπό απηνή δίωξη, με ό, τι αυτό συνεπάγεται για την τύχη του προεκλογικού αγώνα που θα διεξαχθεί εντός ολίγου.
Στο ζήτημα της κυριαρχίας του ακραίου πολιτικού λόγου που οδήγησε ακόμα και στη βία στην πολιτική ζωή, για όποιον παρακολουθούσε τα δρώμενα στην πολιτική σκηνή τα τελευταία χρόνια, αυτή η εξέλιξη ήταν μάλλον αναμενόμενη. Όταν απαξιώνεις το μεταναστευτικό πρόβλημα, άλλοτε «στρουθοκαμηλίζοντας», άλλοτε αποκαλώντας τους ανησυχούντες «ρατσιστές», οι πολίτες που βιώνουν την τεράστια σε μέγεθος εγκληματικότητα, κάποια στιγμή θα στραφούν σε ακραίες πρακτικές – ακόμα κι αυτοί που ως τότε δεν υπήρξαν ακραίοι. Όταν τοποθετείς Υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων μια πολιτικό που, ως Ευρωβουλευτής, ασπαζόταν θεωρίες περί καταργήσεως του Αβάτου του Αγίου Όρους και λατινοποιήσεως της Ελληνικής γλώσσας, ο πολίτης που δεν έχει απεμπολήσει τις παραδοσιακές του αξίες θα στραφεί εκεί όπου, υποτίθεται, διαφυλάσσονται. Όταν επιτρέπεις να απαξιώνεται η ελληνική ιστορία και να αναβαπτίζεται στα σχολικά βιβλία η σφαγή της Σμύρνης «συνωστισμός», ο πολίτης αισθάνεται ξεκομμένος από την πολιτική και εκπαιδευτική ηγεσία, οπότε μοιραία θα στραφεί αλλού. Όταν απαξιώνεται ο εκκλησιαστικός λόγος και η Ορθόδοξη Παράδοση, όταν θεωρείται εξ ορισμού ακραία κάθε αναφορά στην πατρίδα, όταν προπαγανδίζεται κάθε ξένο στοιχείο πολιτισμού και τρόπου ζωής ως το μόνο καλό, δημιουργείς πολίτες οργίλους, έτοιμους να ξεσπάσουν σε κάθε ευκαιρία. Η βία γίνεται μέρος της πολιτικής ζωής, οι δολοφονίες βαπτίζονται… πολιτικές πράξεις και ο αναβρασμός εξυπηρετεί, βέβαια τους ασκούντες την πολιτική του «διαίρει και βασίλευε».
Αναφέραμε ήδη ότι ένα σοβαρό πολιτικό ζήτημα που τίθεται σήμερα είναι αυτό που αφορά την Ευρωπαϊκή προοπτικής της χώρας. Στον περίφημο λόγο που εκφώνησε ο Κ. Καραμανλής ο Πρσβύτερος στο Ζάππειο, το 1979, όταν η Ελλάδα εντάχθηκε στην ΕΟΚ, ανέφερε ότι οι Έλληνες επιθυμούν να είναι Ευρωπαίοι, χωρίς όμως να σημαίνει αυτό απώλεια της εθνικής τους ταυτότητας. 35 χρόνια μετά, η διακήρυξη αυτή ξεχάστηκε. Η Εθνική ταυτότητα και η ευρωπαΪκή προοπτική μοιάζουν μεγέθη που συγκρούονται. Γι’ αυτό το λόγο η αντιευρωπαϊκή ρητορεία εισχώρησε και στον πατριωτικό χώρο.
Ξεκινώντας απ’ αυτό, θεωρώ ότι πρέπει να ξαναθυμίσουμε πως η Ευρώπη ανήκει στην Ελληνική πολιτισμική σφαίρα. Πολιτισμικά, οι Ευρωπαίοι είναι απόγονοί μας. Τα όποια προβλήματα υπάρχουν – και είναι πολλά, κανείς δεν αντιλέγει – δεν είναι δυνατό να οδηγήσουν, σ’ αυτή μάλιστα τη συγκυρία, σ’ ένα πολιτικό και πολιτισμικό διαζύγιο. Απ’ την άλλη, όμως η απόλυτη προσήλωση στις πολιτικές επιταγές των Ευρωπαίων συνιστά έλλειψη εθνικής βούλησης. Δεν είναι ανάγκη να υποδουλωθούμε πολιτικά ή οικονομικά, για να διατηρήσουμε την Ευρωπαϊκή μας ταυτότητα. Πρέπει να θυμηθούμε ότι πρώτα απ’ όλα είμαστε Έλληνες, όχι Ευρωπαίοι. Ότι η Ευρώπη δεν αποτελεί παρά μια πολιτική πρόταση. Αν αυτή δεν μας ταιριάζει ή αν τα πράγματα οδηγηθούν όχι σε μια Ευρώπη που αποτελείται από ελεύθερα έθνη, αλλά σε μια Ευρώπη υπόδουλη των Αγορών και εντός της οποίας ασκείται πολιτική ηγεμονισμού από τα ισχυρότερη κράτη που την αποτελούν, η Ελλάδα δεν μπορεί να έχει θέση σ’ αυτήν.
Το μεταναστευτικό πρόβλημα πρέπει πλέον να τεθεί επί τάπητος. Όχι όμως στη βάση μιας αόριστης ρητορείας. Κανένα πολιτισμένο κράτος στον κόσμο δεν υποβιβάζει την ποιότητα ζωής των πολιτών του για να μη... πειράξει τους παράνομους μετανάστες που ζουν σ’ αυτό. Οργάνωση χρειάζεται, πολιτική βούληση σοβαρή και μετρημένη. Ο ανθρωπισμός και το φιλότιμο είναι δεδομένα κι αυτονόητα στον Έλληνα κι όσοι ανόητοι μας κατηγορούν τόσο εύκολα για ρατσιστές, ας πάει να ζήσει για λίγο σε άλλα κράτη, για να καταλάβει τι σημαίνει να βιώνεις τον πραγματικό ρατσισμό. Ο πραγματικός πατριωτισμός εξάλλου δεν στρέφεται ενάντια στον άνθρωπο, αλλά στις πολιτικές του κράτους, τις αναίσχυντες, ανοργάνωτες και ξενοκίνητες. Κι αν μιλάμε για εθνικισμό, ο Δραγούμης ήταν αυτός που έλεγε ότι το να αγαπάς και να σέβεσαι το Έθνος σου, σημαίνει ότι πρωτίστως σέβεσαι όλα τα υπόλοιπα έθνη.
Η παιδεία είναι προνόμιο του λαού. Είναι ταυτόχρονα υπόθεση και ευθύνη εθνική. Σε καμία περίπτωση δεν μπορώ να δεχτώ, ως εκπαιδευτικός, ότι πρώτιστη βούληση της ηγεσίας αυτής της χώρας είναι να απαλείψει το εθνικό της περιεχόμενο. Κι ένα τελευταίο: θεωρώ υποκριτικό το να μιλάμε για «δικαιώματα στην εκπαίδευση» όλων ανεξαιρέτως των ανθρώπων και να μην αντιλαμβανόμαστε ότι, από την ώρα που διαθέτουμε οργανωμένο κράτος και μάλιστα με συγκεκριμένη εθνική ταυτότητα, τα δικαιώματα που οφείλουμε να διαφυλάσσουμε, πρώτα απ’ όλα, είναι αυτά των νομίμων πολιτών – όχι των μεταναστών, όχι των εγκληματιών ή επίδοξων τρομοκρατών!
Τα εθνικά θέματα πρέπει επιτέλους να μπουν στην καθημερινή ατζέντα των πολιτικών. Είτε δε μιλάμε πια γι’ αυτά, είτε τα θεωρούμε υποδεέστερα. Ακόμη χειρότερα, τα σπρώχνουμε προς μια... δήθεν διεθνιστική λογική. Όχι πολύ παλιά, έμεινα εμβρόντητος ακούγοντας από δημοσιογράφο μεγάλου ιδιωτικού καναλιού να αστειεύεται με γνωστό ηθοποιό από την Κρήτη για την περίπτωση η Μεγαλόνησος να ανεξαρτητοποιηθεί! Από την άλλη, η πρόσφατη ηγεσία αναφέρεται στο εθνικό ζήτημα της ονομασίας των Σκοπίων με ευτελιστικούς όρους, αποδεχόμενη μάλιστα προτάσεις για την ονομασία, τις οποίες προηγούμενη κυβέρνηση είχε αρνηθεί να αποδεχθεί! Για ποια συνέχεια του κράτους μιλάμε, λοιπόν; Μας ενδιαφέρει η συνέχεια του κράτους μονάχα όταν έχουμε να κάνουμε με τα… Μνημόνια; Προσωπικά δεν με ενδιαφέρει αν υπάρχει ξένος δάκτυλος ή συμφέροντα πίσω από αυτή την απαξίωση των εθνικών μας θεμάτων. Αυτά πάντα θα υπάρχουν. Εμείς τι κάνουμε, είναι το θέμα.
Η απεμπόληση εθνικών συμφερόντων, η άκρατη και άκριτη μιμητική αποδοχή και υιοθέτηση ξένων προτύπων πολιτικής συμπεριφοράς, ο αποχρωματισμός του ελληνικού κράτους από συγκεκριμένες ιστορικές και εθνικές αντιλήψεις, δεν εκπροσωπούν την πλειοψηφία του ελληνικού λαού. Οπωσδήποτε, είναι ανάγκη να υπάρξει αλλαγή πλεύσης στο ζήτημα της πολιτικής συμπεριφοράς από πλευράς των πολιτικών ηγετών. Είναι, μάλιστα δεδομένο πως εκείνοι οι ταγοί που θα το αντιληφθούν αυτό, θα διαμορφώσουν νέα πολιτικά δεδομένα στη χώρα μας. Είναι πραγματική παρακμή του πολιτικού μας συστήματος να επιτρέπουμε τόσο εύκολα να επιπλέουν ως φελλοί στην πολιτική ζωή άτομα με ξενόδουλες συμπεριφορές και με εντελώς αντεθνική στάση.
Ας πάμε τώρα σε ένα πολύ σημαντικό θέμα: στο ζήτημα της οικονομικής κρίσης που συνεχίζεται αμείωτη. Δεν εκπλήσσει κανέναν που ανήκει στον πατριωτικό χώρο, το γεγονός ότι τα δήθεν… εξαιρετικά, μεγαλεπήβολα και απαραίτητα μέτρα και μεταρρυθμίσεις, είτε δεν πραγματοποιήθηκαν, είτε αστόχησαν, είτε οδήγησαν σε μεγαλύτερη οικονομική εξαθλίωση τον ελληνικό λαό. Όταν επιτρέπεις να επιβάλλονται πολιτικές απ’ έξω, όταν ως πολιτικός λειτουργείς μονάχα ως manager Πολυεθνικής εταιρείας κι όχι ως πολιτικός που διαφυλάσσει και υπερασπίζεται τα συμφέροντα της χώρας του και των πολιτών της, είναι ευνόητο ότι κάθε μέτρο που θα ληφθεί αποσκοπεί μονάχα στην εξυπηρέτηση της λογικής «φέρε λεφτά κι άντε να πεθάνεις». Πού ήσαν οι πολιτικοί που ασκούν εξουσία τα 4 αυτά χρόνια της κρίσης, όταν οι πολίτες εξαθλιώνονται καθημερινά όλο και περισσότερο; Πότε ύψωσαν το ανάστημά τους – όπως έκαναν πολιτικοί σε άλλες χώρες – για να αρνηθούν την επαχθή οικονομική δουλεία που μας έχει επιβληθεί; Πού χάθηκε η… δημοκρατική τους ευαισθησία, όταν για να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις των δυνάμεων της οικονομικής κατοχής, κουρέλιαζαν το Σύνταγμα; Πού εξαφανίστηκε η… λαϊκή τους αγωνιστικότητα, όταν αποφάσιζαν, εν μια νυχτί, να περικόψουν την υγειονομική περίθαλψη των Ελλήνων για να εμφανίσουν ένα πρωτογενές πλεόνασμα της ντροπής; Είναι, λοιπόν προφανές ότι μονάχα μια πατριωτική ηγεσία θα μπορούσε να αντιτάξει τις απαραίτητες εκείνες άμυνες απέναντι στον ολετήρα των Αγορών και στην οικονομική κατοχή. Όλοι οι υπόλοιποι – νεοφιλελεύθεροι και αριστερόστροφοι διεθνιστές – είναι εξ ορισμού (ή θα γίνουν) όργανα αυτής της ξενόδουλης πολιτικής.
Το ελληνικό κράτος διαθέτει ισχυρό εθνολογικό προσανατολισμό που εδράζεται τόσο στη μακραίωνη ιστορική του παρουσία και τη σπουδαία πολιτισμική του πορεία, όσο και στους αγώνες που έδωσε ο λαός του για να παραμείνει ανεξάρτητο. Η γλώσσα του, εθνική κι όχι από συγκυρίες κυριαρχούσα, η θρησκεία του, αμιγώς χριστιανική, η πολιτιστική του ταυτότητα και η εθνική του κουλτούρα, αποτελούν βασικά στοιχεία της ύπαρξής του. Κάθε μορφή κρίσης – οικονομική, κοινωνική, πολιτική και πολιτιστική – οφείλει να αντιμετωπίζεται με γνώμονα αυτήν ακριβώς την εθνική ταυτότητα και ιδιαιτερότητα. Διαφορετικά, είναι πολύ εύκολο να καταντήσουμε, από κράτος με πολιτισμό – πρότυπο και με ιδανικό την ελευθερία, κράτος – πειραματόζωο σε μια οικονομική φυλακή, από την οποία η έξοδος πλέον θα είναι αδύνατη!